- διδάκτυλος
- διδάκτυλος, -ον και διδακτυλιαίος, -α, -ον (Α)αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δύο δακτύλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διδάκτυλος — two fingers long masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάκτυλον — διδάκτυλος two fingers long masc/fem acc sg διδάκτυλος two fingers long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτύλους — διδάκτυλος two fingers long masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάκτυλα — διδάκτυλος two fingers long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… … Dictionary of Greek
βραδύποδες — Οικογένεια νωδών (δηλαδή χωρίς δόντια) θηλαστικών. Αποτελείται από δύο μόνο γένη που περιλαμβάνουν διάφορα είδη, τα οποία έχουν κοινά χαρακτηριστικά: εξαιρετική βραδύτητα στις κινήσεις και απουσία κοπτήρων και κυνοδόντων. Στο πρώτο γένος ανήκει ο … Dictionary of Greek